Φιλοσοφία τῆς ἱστορίας (σεμινάριο) (110485)

Γιῶργος Φαράκλας

Περιγραφή

Η φιλοσοφία της ιστορίας μελετά την ίδια την ιστορία, τις αντιλήψεις περί ιστορίας, ή καταγίνεται με την επιστημολογία της ιστοριογραφίας; Eξετάζονται (1) πώς η πρώτη έννοια της φιλοσοφίας της ιστορίας μετατίθεται προς την τρίτη από τον 18ο στον 20ό αιώνα και (2) η σημασία της μετά τα τέλη του 18ου αιώνα ιστορικοπίησης των επιστημών με σκοπό (3) να επικαιροποιηθεί η κριτική ισχύς μιας σκέψης που έχει υπόψη της την ιστορικότητα του κοινωνικοπολιτικού φαινομένου. Όταν, από τα τέλη του 18ου αιώνα, η ιστορία παύει να γίνεται αντιληπτή ως απόθεμα εκφάνσεων μιας πάγιας ανθρώπινης φύσης και, αντί να τη συμβουλεύονται οι θεωρητικοί για να αντλήσουν διδάγματα από αυτήν, αποφαίνονται πως «το μόνο δίδαγμα που αντλήθηκε ποτέ από την ιστορία, είναι ότι δεν αντλήθηκε ποτέ κανένα δίδαγμα από την ιστορία», ποια συμπεράσματα προκύπτουν για τη συγγραφή της ιστορίας;

Το μάθημα χωρίζεται σε δύο ενότητες.

(1) Ανάγνωση, ακρόαση και συζήτηση πέντε κειμένων του διδάσκοντος που αναπτύσσουν πέντε θεματικές ενότ

Περισσότερα  
CC - Αναφορά Δημιουργού

Ενότητες

Η ιστορία είναι παραδοσιακά μια επιμορφωτική αφήγηση παρελθόντων γεγονότων. Η προϋπόθεση μιας τέτοιας έννοιας ιστορίας είναι ότι τα γεγονότα που περιγράφει μπορούν να προσφέρουν διδάγματα για κάθε εποχή γιατί αποτελούν εκδηλώσεις της ανθρώπινης φύσης. Σε αυτή την έννοια μπορεί κανείς να πει ότι ανήκουν όσες ιστορίες έχουν γραφτεί από τον Ηρόδοτο (περ. 484-425 π.Χ.) και τον Θουκυδίδη (περ. 460-περ. 395 π.Χ.) έως τα τέλη του ιη΄ αιώνα.

Κυρίαρχη σ᾽ αυτό το υπόδειγμα είναι η εστίαση στην πολιτική και τον πόλεμο ως προς το θέμα και στην ψυχολογία και την ηθική ως προς την εξήγηση. Αναγνωρίζεται ο σχετικισμός των ηθών αλλά εξηγείται από ψυχικές διεργασίες και ποιότητες της όμοιας ανθρώπινης φύσης. Η ανθρώπινη φύση γεννά έτσι ολοένα διαφορετικά αλλά ουσιωδώς συγκρίσιμα αποτελέσματα, ιδίως όσον αφορά την πολιτική και τον πόλεμο. Ο κίνδυνος που συνοδεύει τη χρήση της φύσης με σκοπό την υπέρβαση του μυθικού –ατεκμηρίωτου, υπερφυσικού, «ποιητικού»– τρόπου αντιμετώπισης των ανθρώπινων πράξεων, είναι η υπαναχώρηση σε προεπιστημονικά σχήματα σκέψης, προπαντός στο σχήμα σκέψης της διαφθοράς των συγχρόνων μας σε αντίθεση με τους προγόνους.

Πρόκειται ουσιαστικά για μία πρώτη γένεση της ιστορίας, την οποία διαδέχεται, στα τέλη του ιη΄ αιώνα, μια δεύτερη, όταν παύουν να προκρίνονται οι ψυχολογικές εξηγήσεις, να υπερτιμώνται η πολιτική και η πολεμική δραστηριότητα, και η ποικιλία του ιστορικού φαινομένου να ανάγεται σε μια σταθερή ανθρώπινη φύση.

Αυτό που μπορεί να ονομασθεί δεύτερη γένεση της ιστορίας χαρακτηρίζεται από την διεύρυνση του πεδίου μελέτης και αιτιολόγησης της ιστορικής έρευνας –θα φθάσει να αγκαλιάζει, πέρα από την πολιτική και τον πόλεμο, την οικονομία και σταδιακά όλες τις όψεις του ανθρώπινου φαινομένου– και από την είσοδο ιστορικών ερωτημάτων σε επιστήμες ώς τότε ξένες στην ιστορία. Συνοδεύεται από την εμφάνιση της φιλοσοφίας της ιστορίας, με την ανάδειξη της «προόδου» σε εργαλείο ανάγνωσης του ιστορικού γίγνεσθαι, τον ιη΄ αιώνα. Η ιστορική αφήγηση ορίζεται ως αναδρομική έκθεση της προόδου από την άγνοια και τη δουλεία στη γνώση και την ελευθερία. Το ζήτημα είναι αν η πρόοδος αποτελεί δογματική βεβαίωση για την πραγματικότητα ή εργαλείο προσέγγισής της, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν ο Καντ (I. Kant, 1724-1804) αλλά και ο Έγελος (Hegel, 1770-1831). Προϋπόθεση είναι εδώ ότι η ιστορία αφηγείται την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Ως εξήγηση δεν προέχει πια η αναγωγή σε ψυχικές διεργασίες και αρετές αλλά η σχέση προϋποθέσεων-αποτελεσμάτων με πρότυπο την τεχνική πρόοδο. Ο κίνδυνος είναι η διολίσθηση στην εσχατολογία.

Από τις αρχές του ιθ΄ αιώνα ο ιστορικισμός εντείνει την ιστορική άνθηση και συνάμα αντιδρά στην έννοια της προόδου εντάσσοντας κάθε γεγονός στην εποχή του, την οποία εξετάζει σε σχέση με τον εαυτό της. Η αυτονομία της εποχής οδηγεί στην ερμηνευτική επιταγή να την κατανοούμε με τις δικές της έννοιες αντί να την εξηγούμε με δικές μας. Η κατανόηση, ως επιλογή σημαντικών όψεων, προϋποθέτει όμως αξίες, τόσο όσον αφορά τον ιστορικό όσο και στο επίπεδο των ανθρώπων που μελετά, που έχουν διαφορετικές προοπτικές επί του όλου. Η ιστορία εμφανίζεται έτσι ως μια διαδοχή κοσμοθεωριών, που ορίζουν ως αξία ό,τι είναι σημαντικό για την ύπαρξη του φορέα τους. Άλλοι θεωρούν γενική αρχή μόνο το ότι κάθε κοσμοθεωρία φιλοδοξεί να επιβληθεί. Άλλοι θεωρούν ότι αυτή η κατάσταση δεν απειλεί τη γενικότητα της γνώσης της ιστορίας γιατί αυτή προϋποθέτει ένα ενιαίο αξιακό πλαίσιο. Στη δεύτερη περίπτωση, η ιστορία γίνεται πρότυπο των επιστημών του ανθρώπου. Στην πρώτη, η βιολογία αναλαμβάνει αυτό τον ρόλο, προεκτείνοντας τη μεταφυσική της φύσης.

Η ιστορία αποκτά άλλο νόημα όταν δεν αναζητούμε τι τη χαρακτηρίζει για να το επεκτείνουμε στις εκκολαπτόμενες κοινωνικές επιστήμες αλλά προσπαθούμε να τη σχετίσουμε με συγκροτημένες κοινωνικές επιστήμες, όπως συμβαίνει τον κ΄ αιώνα σε αναφορά κυρίως με το έργο του Μαρξ. Τότε ιστορία γίνεται η κοινωνική επιστήμη εκείνη που δεν ασχολείται ούτε με σταθερές ανθρωπολογικές συνιστώσες ούτε με την ατομική ψυχοσύνθεση –η οποία αναπαράγει τους ίδιους συνδυασμούς–, αλλά με το πεδίο γεφύρωσης του γενικού και του ατομικού, του σταθερού και του εφήμερου, όπου έχει θέσει και το μη επαναλήψιμο ατομικό, στο μέτρο που τα πρότυπα για την ανάλυση των δομικών αλλαγών δεν έχουν γνωστική αλλά ευρετική αξία.

Η τελευταία συνεδρία είναι διαφορετική από τις άλλες. Μέχρι τώρα προτάθηκε μια λελογισμένη ιστορία της έννοιας «ιστορία» όπως απαντάται στους ιστορικούς και τους φιλοσόφους, η οποία υπήρξε και μια σειρά τεσσάρων δυνατών ορισμών της. Τώρα θα κάνουμε μια φιλοσοφική άσκηση: Θα προσπαθήσουμε να ορίσουμε τι είναι ιστορία στηριζόμενοι στις προηγούμενες συνεδρίες.

Η ιστορία είναι αμετάκλητη εφόσον περιέχει μια αλλαγή των εννοιών. Η αλλαγή του τρόπου πρόσληψης της πραγματικότητας μπορεί να εξηγηθεί μόνο με αφετηρία την πραγματικότητα, άρα ο φιλόσοφος που μελετά την ιστορία πρέπει να υποθέσει ότι υπάρχει ένα είδος εμπειρίας που δεν είναι ούτε η επαγωγική βάση μιας επιστήμης ούτε όμως η πείρα, εκείνη η μορφή γνώσης που παραδοσιακά εφαρμόζεται στο πεδίο της πράξης, επειδή εδώ η επιστήμη με τις γενικές αρχές της χωλαίνει. Στο μέτρο που η «κατανόηση» παραμένει δέσμια αυτού του παραδοσιακού δυϊσμού, ο ορισμός της ιστορικής εμπειρίας πρέπει να στραφεί στη μαρξική σκέψη, που προσπαθεί να εντάξει το εννοιολογικό πλαίσιο στην ιστορική ροή χωρίς απονομιμοποίηση της αξίωσής του στην αλήθεια, δηλαδή χωρίς διολίσθηση στον σχετικισμό.

Ημερολόγιο